- αγκαθερός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερότόπος γεμάτος αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκαθερός — ή, ό 1. με πολλά αγκάθια: Το μονοπάτι περνούσε από θάμνους αγκαθερούς. 2. δύσκολο, περίπλοκο ζήτημα: Η υπόθεσή σου είναι πολύ αγκαθερή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκαθιάρικος — η, ο ο γεμάτος αγκάθια, αγκαθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι + παραγ. κατάληξη άρικος] … Dictionary of Greek
αγκαθιαστός — ή, ό [αγκαθιάζω] ο γεμάτος αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός … Dictionary of Greek
αγκαθωτός — ή, ό [αγκάθι] αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός … Dictionary of Greek
αγκιστρερός — ή, ό, [αγκίστρι] ο αγκαθερός* … Dictionary of Greek
ακανθηρός — ἀκανθηρός, ά, όν (Α) [ἄκανθα] ο αγκαθερός* … Dictionary of Greek
ακανθωτός — ή, ό (Μ ἀκανθωτός, ή, ὸν) νεοελλ. και αγκαθωτός, ή, ό [ἄκανθα] αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός, ακανθώδης … Dictionary of Greek
ακανθώδης — (acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που… … Dictionary of Greek
ακανώδης — ἀκανώδης ( ους), ες (Α) [ἄκανος] αυτός που μοιάζει με άκανον*, αγκαθερός … Dictionary of Greek